- ταχυβόλος
- ος, ο[ν] скорострельный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταχυβόλος — ο, Ν 1. αυτός που βάλλει με ταχύτητα, που ρίχνει γρήγορες βολές 2. το ουδ. ως ουσ. το ταχυβόλο (στρ.) παλαιός χαρακτηρισμός πολυβόλων τα οποία είχαν μεγάλη ταχύτητα βολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πολυ βόλος. Η… … Dictionary of Greek
ταχυβολία — η, Ν η ιδιότητα τού ταχυβόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek